-
1 νυκτ-ηρεφής
νυκτ-ηρεφής, ές, mit Nacht bedeckt, schwarz umhüllt, μένει δ' ἀκοῦσαί τί μου μέριμνα νυκτηρεφές, Aesch. Ag. 447.
См. также в других словарях:
νυκτηρεφής — νυκτηρεφής, ές (Α) 1. αυτός ο οποίος καλύπτεται από τη νύχτα, σκοτεινός 2. μτφ. λυπηρός («μένει δ ἀκοῡσαι τί μου μέριμνα νυκτηρεφές», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. πετρ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση εν … Dictionary of Greek